κοράλ(λ)ι(ον)

κοράλ(λ)ι(ον)
το коралл;

κολλιέ από κοράλ(λ)ι(ον)ια — коралловое ожерелье


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοράλ(λ)ι(ον)" в других словарях:

  • κοράλ — μουσ. 1. ύμνος μετρικού τύπου τής Γερμανικής Εκκλησίας 2. η πολυφωνική επεξεργασία ενός παραδοσιακού λειτουργικού κειμένου με τη χρήση είτε παραδοσιακών είτε νέων μελωδιών σε ένα μετρικό, ομόφωνο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γερμ. Choral… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Μαϊάμι — I (Miami). Πόλη (362.470 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ, στην πολιτεία Φλόριντα. Η ομώνυμη μητροπολιτική περιοχή περιλαμβάνει επίσης τα προάστια Μαϊάμι Μπιτς, Χαγιαλί και Κόραλ Γκέιμπλς. Το Μ., χτισμένο σε μια περιοχή με τροπικό κλίμα και βλάστηση και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»